- χειροβολιάζω
- χειρο-βολιάζω, Bündel machen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειροβολιάζω — και χεροβολιάζω Ν [χειρόβολο] 1. πιάνω με το χέρι 2. κάνω χειρόβολα, δέσμες από στάχια … Dictionary of Greek
χεροβολιάζω — Ν βλ. χειροβολιάζω … Dictionary of Greek